κάκκη — κάκκη, ἡ (Α) τα περιττώματα τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκῶ, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κακκᾶν — κάκκη human ordure fem gen pl (doric aeolic) κακκάω cacare pres part act masc voc sg (doric aeolic) κακκάω cacare pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κακκάω cacare pres part act masc nom sg (doric aeolic) κακκᾶ̱ν , κακκάω cacare pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκκην — κάκκη human ordure fem acc sg (attic epic ionic) κακκάω cacare imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κακκάω cacare imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκκης — κάκκη human ordure fem gen sg (attic epic ionic) κακκάω cacare pres ind act 2nd sg κακκάω cacare imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκκας — κάκκᾱς , κάκκη human ordure fem acc pl κάκκᾱς , κάκκη human ordure fem gen sg (doric aeolic) κάκκᾱς , κακκάω cacare imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
какать — аю, укр. какати, болг. какам, сербохорв. ка̀кати, словен. kakati, чеш. kakati, польск., в. луж. kakac, н. луж. kakas. Распространенное слово детской речи; ср. лат. сасō, ārе испражняюсь , греч. κακκάω – то же, κάκκη человеческие нечистоты , ср.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κακκώ — κακκῶ, άω (Α) αφοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας που απαντά με παρόμοια μορφή και σε άλλες ΙΕ γλώσσες (πρβλ. λατ. cacāre «αφοδεύω», ιρλ. caccaim «αφοδεύω» και cacc «περίττωμα», αρμ. k akor «κοπριά», ρωσ. kakať «αφοδεύω»). Βλ. και κακός.… … Dictionary of Greek
ποδοκάκκη — και εσφ. γρφ ποδοκάκη, η, ΜΑ ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τραχηλοκάκκη — ἡ, Μ (ως όργανο βασανισμού) σιδερένιος περίδεσμος τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. τράχηλος και δεύτερο συνθετικό έναν τ. κάκκη, άγνωστης ετυμολ. (βλ. και λ. ποδοκάκκη)] … Dictionary of Greek
kakka- — kakka English meaning: to defecate Deutsche Übersetzung: “cacüre” Note: babble word the Kindersprache Material: Arm. k”akor “crap, muck”, Gk. κακκάω cacō”, κάκκη Menschenkot”, Lat. cacō, üre, M.Ir. caccaim “caco”, cacc… … Proto-Indo-European etymological dictionary